- παρ(α)-
- α' συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι- σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι-βάτης). Το παρ(α)- συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει ποικιλία σημασιών: α) κοντά, μαζί, πλησίον (πρβλ. παρα-θαλάσσιος, παρα-φυάδα, παρα-στέκομαι, παρα-κάθημαι), και για κίνηση (πρβλ. παρα-τρέχω, παρα-πλέω)β) παραπλεύρως ή πλαγίως (πρβλ. παρα-κεντώ, παροχετεύω)γ) παραλλήλως ή ταυτοχρόνως (πρβλ. παρ-άλληλος)δ) κατεύθυνση προς ή από κάποιον (πρβλ. παρα-δίδω, παρ-έχω, παρα-λαμβάνω)ε) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β' συνθετικού μέχρι υπερβολής (πρβλ. παρα-λέω, παρα-κάνω, παρα-γίνομαι, παρα-τρώω)στ) εναντιότητα, παράβαση, υπέρβαση, το άκαιρο, το τυχαίο (πρβλ. παρα-βαίνω, παρα-κερδαίνω, παρά-λογος, παρά-νομος, παρά-φωνος, παρά-δοξος, παρά-ταιρος, παρά-καιρος, παρ-ετυμολογία)ζ) παράλληλη, κρυφή, συχνά παράνομη, ύπαρξη (πρβλ. παρα-παιδεία, παρα-οικονομία, παρα-κράτος, παρατράπεζα, παραεκκλησιαστικός)η) συναγωνισμό, σύγκριση, παραβολή (πρβλ. παρα-βάλλω, παρα-θέτω, παρα-βγαίνω, παρα-δειγματίζω)θ) αλλοίωση ή μεταβολή σε μικρό ή μεγάλο βαθμό (πρβλ. παρ-αλάσσω, παρα-πείθω, παρά-φημι)ι) αφαίρεση, στέρηση, απομάκρυνση, αποφυγή (πρβλ. παρ-αιρώ, παρ-αιτούμαι, παρα-κάμπτω)ια) υποκατάσταση, μίμηση (πρβλ. παρα-μάννα, παρα-νόμι, παρα-βαρβαρίζω). Το παρ(α)- απαντά, επίσης, σε αρκετά συνθ. «εκ συναρπαγής» (συνθ. προερχόμενα από φράσεις με την πρόθεση παρά, πρβλ. παρα-θαλάσσιος < φρ. παρά την θάλασσαν, παρά-δοξος, παρ-αίσιος). Με το παρ(α)- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. παρα-ψυχολογία < αγγλ. parapsychology, παρα-συμπαθητικός < αγγλ. parasympathetic). Ειδικότερα στη χημεία, το παρα-, συμβολιζόμενο με p- ή π-, χρησιμοποιείται: α) στην περίπτωση τών παραγώγων τού βενζολίου, τα οποία φέρουν υποκαταστάτες στις θέσεις 1- και 4- τού αρωματικού δακτυλίου, λ.χ. π-διχλωρο-βενζόλιοβ) για τον χαρακτηρισμό τών ολιγομερών ορισμένων οργανικών ενώσεων, λ.χ. τής παρακεταλδεΰδης, που είναι τριμερές τής ακεταλδεΰδης.Παραδείγματα συνθ. με α' συνθετικό παρ(α)-: παραβαίνω, παραβάλλω, παραβιάζω, παραβλέπω, παραγγέλλω, παραγί(γ)νομαι, παραγκωνίζω, παραγραμματίζω, παραγράφω, παράγω, παραγώνιος, παραδειγματίζω, παραδέρ(ν)ω, παραδέχομαι, παραδίδω(μι), παράδοξος, παραδρομή, παράδρομος, παραθαλάσσιος, παραθερίζω, παραινώ, παραιτούμαι, παρακάθημαι, παράκαιρος, παρακαλώ, παράκειμαι, παρακεντώ, παρακινδυνεύω, παρακινώ, παρακμάζω, παρακμή, παρακολουθώ, παρακούω, παρακρατώ, παρακρούω, παραλείπω, παραληρώ, παράλιος, παραλλάσσω, παράλληλος, παραλογίζομαι, παράλογος, παραλύω, παραμελώ, παραμένω, παραμορφώ(νω), παραμυθούμαι, παράνομος, παρανοώ, παράνυμφος, παράξενος, παραπαίω, παραπείθω, παραπέμπω, παραπλανώ, παραπλέω, παραπλήσιος, παραποιώ, παραπονούμαι, παράσημο, παράσιτος, παρασκευάζω, παρασκήνιο, παράσπονδος, παρασύνθετος, παρασύνθημα, παρασύρω, παρατάσσω, παρατείνω, παρατηρώ, παράτολμος, παράτονος, παρατρέπω, παρατρέφω, παρατρέχω, παρατρίδω, παρατυγχάνω, παράτυπος, πάραυτα, παραφέρω, παραφθείρω, παραφράζω, παράφρων, παραφυάς, παράφωνος, παραχαράσσω, παραχειμάζω, παραχρήμα, παραχωρώ, πάρεδρος, παρεισδύω, παρεκκλίνω, παρεκτρέπω, παρελαύνω, παρεμβαίνω, παρεμβάλλω, παρεμποδίζω, παρεμφερής, παρενοχλώ, παρεξηγούμαι, πάρεργος, παρερμηνεύω, παρέρχομαι, παρέστιος, παρέχω, παρηγορώ, παριστάνω, παρίστημι, πάροδος, πάροικος, παροιμία, παρομοιάζω, παροξύνω, παροπλίζω, παρορμώ, παρορώ, παροτρύνω, παρυφαίνω, παρωδός, παρωθώ, παρωνυχίς(-ίδα)αρχ.παραβοηθώ, παραβομβώ, παραβοώ, παραγιγνώσκω, παραγλύφω, παραδακρύω, παραδείκνυμι, παραδειπνίζω, παραδιατριβή, παραδιδάσκω, παραδιοικώ, παραδυναστεύω, παραθεωρώ, παραιρώ, παραισθάνομαι, παραιωρώ, παρακελεύομαι, παρακλίνω, παρακοίτης, παρακόπτω, παρακροτώ, πάραλος, παραπήγνυμι, παραπράσσω, παραστρέφω, παρατίθημι, παραφαίνω, παράφημι, παραφράσσω, παραχρώμαι, παράλογος, παρεγείρωαρχ.-μσν.παραβαπτίζω, παραδοξάζω, παρακοιμίζω, παραμείβω, παραπίπτω, παρεκτείνω, παρεξάγωμσν.παραδιδράσκω, παράδικος, παραδογματίζω, παρεγκρύπτω, παρεκδρομήμσν.- νεοελλ.παραγνωρίζω, παραδιαβάζω, παραπάνω, παρασκύβω, παραστέκω, παραψιθυρίζω, παρεισφρέω, παρέκεινεοελλ.παραβγάζω, παραβγαίνω, παραγεμίζω, παραγιός, παραδίπλα, παραδουλεύτρα, παραεκκλησιαστικός, παραεξουσία, παραζάλη, παραθέτω, παράθυρο, παραϊατρικός, παρακάνω, παρακόρη, παρακουράζω, παρακράτος, παρακωλύω, παραλαμβάνω, παραμάννα, παραμεθόριος, παραμικρός, παραμιλώ, παράνομα, παραπαιδεία, παραπαίδι, παραπατώ, παραπετώ, παραπροϊόν, παρασκοτίζω, παραστρατώ, παρασυμπαθητικός, παράταιρος, παρατραβώ, παρατράγουδο, παρατώ, παραφυλάω, παρετυμολογία.
Dictionary of Greek. 2013.